- Ἀσσοῦ
- Ἀσσόςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Άσσου-Λεχαίου, δήμος — Νέος δήμος (9.850 κάτ.) του νομού Κορινθίας, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Άσσου, Κάτω Άσσου, Λεχαίου και Περιγιαλίου, ο οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο οικισμός Περιγιάλιο … Dictionary of Greek
Γρηγόριος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Νεοκαισαρείας (Νεοκαισάρεια 213; – 270). Η γνωριμία του με τον χριστιανισμό άρχισε μετά τον θάνατο του πλούσιου και ειδωλολάτρη πατέρα του, ο οποίος του έδωσε επιμελημένη αγωγή. Σε ηλικία… … Dictionary of Greek
Ερμίας — (μέσα 4ου αι. π.Χ.). Πλατωνικός φιλόσοφος και αργότερα τύραννος του Αταρνέα της Τρωάδας. Αρχικά υπήρξε δούλος του Εύβουλου, άρχοντα του Αταρνέα και της Άσσου· απελεύθερος αργότερα, πήγε στην Αθήνα, στη σχολή του Πλάτωνα, όπου έγινε φίλος με τον… … Dictionary of Greek
Lugoj — La rue principale du centre ville … Wikipédia en Français
Liste der Gemeinden Griechenlands (1997–2010) — Die folgende Tabelle umfasst alle griechischen Gemeinden, die im Zuge des Kapodistrias Programms von 1997 aus knapp 6.000 kleineren kommunalen Einheiten geschaffen wurden und im Zuge des Kallikratis Gesetzes von 2010 zum 1. Januar 2011… … Deutsch Wikipedia
άσσος — I Αρχαία πόλη της Μυσίας, απέναντι από τη Λέσβο. Πρωτεύουσα των Λελέγων πριν από το 1000 π.Χ., έγινε έπειτα αποικία των Μηθυμναίων. Κυριεύτηκε από τους Λυδούς το 560 π.Χ. και από τους Πέρσες το 549 π.Χ. Μετά τους Μηδικούς πολέμους και έως το 405… … Dictionary of Greek
εύβουλος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος πολιτικός (405; – 330; π.Χ.). Ήταν συντηρητικών αρχών και έγινε γνωστός κυρίως για την πολυετή διαχείριση των οικονομικών των Αθηνών, τα οποία διηύθυνε από το 355 με εξαιρετική ικανότητα. Απέκτησε μεγάλη… … Dictionary of Greek
τρίτος — η, ο / τρίτος, η, ον, ΝΜΑ, και αιολ. τ. τέρτος, θηλ. τέρτα και τερτία, Α 1. αυτός που κατέχει τη θέση μετά τον δεύτερο, ο τελευταίος από τους τρεις 2. (το ουδ. εν. ως επίρρ.) τρίτο(ν) (μετά το πρώτο[ν] και το δεύτερο[ν]) κατά τρίτο λόγο, σε τρίτη … Dictionary of Greek
φουλ — το, Ν άκλ. 1. συνδυασμός τριών όμοιων τραπουλόχαρτων με άλλα δύο όμοια, στο πόκερ και στην πόκα («φουλ τού άσσου») 2. ως επίθ. υπερπλήρης, γεμάτος («η αίθουσα ήταν φουλ») 3. (ως επίρρ.) με όλη τη δυνατή ένταση (α. «δουλεύει φουλ» β. «έτρεχε… … Dictionary of Greek
Αγία Μαρίνα — I Τοπωνύμια στον ελλαδικό χώρο. 1. To λιμάνι της Λέρου στο Ν τμήμα του όρμου της Άλινδας. 2. Όρμος και ακρωτήριο στην Αττική απέναντι στα μικρά νησιά Στύρα και Καβαλιανή του νότιου Ευβοϊκού. 3. Όρμος και ακρωτήριο στην Αίγινα. 4. Όρμος και… … Dictionary of Greek